κάθετος ή κάθετη

κάθετος ή κάθετη
Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία. Μια ευθεία ε λέμε ότι είναι κ. σε μια άλλη ευθεία ε’, αν τέμνονται έτσι ώστε οι τέσσερις γωνίες που σχηματίζονται να είναι ίσες μεταξύ τους. Οι γωνίες αυτές ονομάζονται ορθές. Μια ευθεία ε λέμε ότι είναι κ. σε ένα επίπεδο Ε, αν και μόνο αν η ε τέμνει το Ε σε ένα σημείο, έστω Α, με τέτοιον τρόπο ώστε να είναι κ. σε κάθε ευθεία του Ε που περνά από το Α. Για να συμβαίνει αυτό, αρκεί η ε να είναι κ. σε δύο μόνο ευθείες του Ε που περνούν από το σημείο Α. Ένα επίπεδο Ε λέμε ότι είναι κ. σε ένα άλλο επίπεδο E’, αν και μόνο αν μια ευθεία του Ε είναι κ. στο E’. Η δίεδρη γωνία που σχηματίζεται από τα επίπεδα Ε και E’ ονομάζεται ορθή δίεδρη γωνία. Αν Γ είναι μια καμπύλη στο επίπεδο και Μ ένα σημείο της, στο οποίο υπάρχει εφαπτομένη της, τότε η κ. της εφαπτομένης αυτής που περνά από το Μ και βρίσκεται στο επίπεδο της Γ ονομάζεται κ. της Γ στο σημείο της Μ. Αν S είναι μια επιφάνεια, Μ ένα σημείο της και υπάρχει εφαπτόμενο επίπεδο της S στο σημείο Μ, τότε η κ. στο επίπεδο αυτό, που περνάει από το σημείο Μ, ονομάζεται κ. της επιφάνειας S στο σημείο της Μ. Αν ΑΒΓ είναι ένα επίπεδο τρίγωνο, ορθογώνιο στο Α, τότε καθεμία από τις πλευρές AB, ΑΓ ονομάζεται κ. πλευρά του τριγώνου ΑΒΓ (η άλλη πλευρά, η ΒΓ, ονομάζεται υποτείνουσα του τριγώνου ΑΒΓ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κάθετος — η, ο, θηλ. και ος (Α κάθετος ον) [καθίημι] 1. αυτός που έχει αφεθεί προς τα κάτω, ο κατακόρυφος προς την επιφάνεια τής γης 2. (γεωμ.) αυτός που έχει τέτοια διεύθυνση ώστε να σχηματίζει με άλλον ορθή γωνία (α. «κάθετα επίπεδα, β. «κάθετη τομή») 3 …   Dictionary of Greek

  • καθετή — Εργαλείο ψαρέματος που αποτελείται από τεχνητό νήμα (πετονιά), ένα μεταλλικό βαρίδι και πολλά αγκίστρια σε απόσταση 25 40 εκ. μεταξύ τους. Κατά το παρελθόν συνήθιζαν να κατασκευάζουν την κ. από τρίχες ουράς αλόγων. Χρησιμοποιείται κυρίως για το… …   Dictionary of Greek

  • οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… …   Dictionary of Greek

  • ανάκλαση — (Φυσ.).Φαινόμενο που προκαλεί την υπό ορισμένους νόμους εκτροπή μιας προσπίπτουσας ακτινοβολί ας (ειδικότερα του φωτός) από τη διαχωριστική επιφάνεια δύο υλικών με διαφορετικές οπτικέςιδιότητες. Η α. μπορεί να γίνεται περισσότερο ή λιγότερο… …   Dictionary of Greek

  • καθετικός — καθετικός, ή, όν (Α) [κάθετος] αυτός που έχει αφεθεί προς τα κάτω, κάθετος. επίρρ... καθετικῶς (Μ) με κάθετη διεύθυνση …   Dictionary of Greek

  • ισοδυναμία ή ισότητα — Όρος της Λογικής, σύμφωνα με τον οποίο αν Α και Β αποτελούν δύο λογικές προτάσεις και συμβαίνει από την Α να συνάγεται η Β και από τη Β να συνάγεται η Α, τότε θεωρείται ότι η πρόταση Α είναι ισοδύναμη με τη Β και γράφεται συμβολικά: Α ⇔ Β. Δηλαδή …   Dictionary of Greek

  • ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… …   Dictionary of Greek

  • καθετόμετρο — Όργανο της φυσικής, που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της κατακόρυφης απόστασης μεταξύ δύο τυχαίων σημείων, τα οποία δεν βρίσκονται στην ίδια κατακόρυφη γραμμή. Αποτελείται από μία ράβδο, τοποθετημένη κατακόρυφα με τη βοήθεια αλφαδιού και τριών… …   Dictionary of Greek

  • κινηματική — Κλάδος της μηχανικής ο οποίος μελετά τις γεωμετρικές ιδιότητες της κίνησης των υλικών σημείων, αλλά και των στερεών σωμάτων. Τα θεμελιώδη μεγέθη της κ. είναι το μήκος και ο χρόνος. Τα υπόλοιπα μεγέθη (ταχύτητα, επιτάχυνση) προκύπτουν από τα… …   Dictionary of Greek

  • κατακόρυφος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση του νήματος της στάθμης, κάθετος: Η διεύθυνση του νήματος της στάθμης είναι κατακόρυφη. 2. το θηλ., κατακόρυφη ως ουσ., σημαίνει τη νοητή κάθετη γραμμή στον ορίζοντα. 3. το ανώτατο σημείο: Έφτασε στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”